< βλακεννόμιον τέλος
βλακεύς >
βλάκευμα
,
-ματος, τό
1
molicie
Σαρδαναπάλου
Gr.Naz.M.37.724A,
τῆς νέας ἡλικίας
Nil.M.79.141A.
2
tontería
,
simpleza
Suet.
Blasph
.178, Eust.1405.33.