< βλύσμα
βλύω >
βλυστάνω
borbotear
fig.
τὰς πηγαίας θεότητας ἀεννάως τὰ ἀγαθὰ βλυστανούσας
Procl.
in Cra
.80, cf. Mich.
in PN
51.1,
Et.Gud
.274.22.