< βλοσῠρώπης
βλοσῠρωπός >
βλοσῠρῶπις
,
-ιδος
de aspecto feroz
o
aterrador
Γοργώ
Il
.11.36,
Ἐριννύς
Q.S.8.243,
αἰγίς
AP
2.94 (Christod.), cf. Triph.488.