< βληχώ
βλήχων >
βληχώδης
,
-ες
borreguil
,
estúpido
μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β.
Babr.93.5, cf.
Const.App
.8.40.3,
Et.Gen
.
α
1205.