βληχρός, -ά, -όν
• Alolema(s): lesb. βλῆχρος Alc.319
• Morfología: [jón. plu. dat. βληχροῖσι A.R.4.152]
I
βλήχρων ἀνέμων ἀχείμαντοι πνόαιAlc.l.c., cf. Hp.Aër.15,
βληχροὶ ... νυκτὸς ποταμοίapacibles ríos de la noche en el Érebo, Pi.Fr.130,
βληχροῖσι ... πελάγεσσι κῦμαA.R.l.c.
•medic. benigno, suave
πυρετοίHp.Aph.5.64, Gal.9.714,
νοῦσοςHp.Mul.1.64, cf. Plu.Per.38,
σφυγμοίHp.Mul.1.37,
βληχρὸν ... νύχμαuna picadura leve de serpiente, Nic.Th.446
•neutr. compar. adv. más leve, débilmente
κατ' ἀρχὰς μὲν τῆς νούσου σφόδρα, προϊούσης δὲ βληχρότερον ... ἐπιλαμβάνειHp.Int.1, cf. 2, Morb.2.61
•fig. pequeño, ligero
βληχρᾶς ... ἀπ' ἀρχᾶςB.11.65, cf. 13.227,
νεῖκοςPi.Fr.245,
ὕπνου ... ὄνειαρQ.S.2.182,
μικρὰν καὶ βληχρὰν ... δύναμινHerm.Sim.2.5,
ἠχὼ ... τῶν ὀδόντων ... βληχράνCyr.Al.M.71.357C, cf. Hsch.
2 de pers. apacible, pacífico
τὸν μὲν ἀκράχολον εἶναι ... τὸν δὲ ἀεὶ βληχρόνPhld.Lib.3.7, de un enfermo
ἔξωθεν ... β., ἔσωθεν καίεταιHp.Morb.2.41
•fig. remiso, pusilánime
ὅσοι δὲ βληχροί εἰσι καὶ ἀργοὶ πρὸς τὴν ἔντευξινHerm.Sim.5.4.3.
II adv. -ῶς ligeramente
πυριᾶνHp.Nat.Mul.34, cf. Mul.2.203
•débilmente
β. καὶ οὐκ ἰσχυρῶς (εἶχεν)Ctes.14.44.
• Etimología: De la r. *melHu̯- ‘blando’ en grado ø y alarg. La forma originaria sería *μλᾱκ-σρός, cf. tb. βλαδύς, βλᾱξ, etc.