< βληχή
βλήχημα >
βληχηθμός
,
-οῦ, ὁ
balido
β. τε καὶ μηκασμός
Ael.
NA
5.51
•
fig.
δολίων δὲ χέων βληχηθμὸν ὀδόντων
Nonn.
D
.14.157.