βλεφαρίς, -ίδος, ἡ
I
βλεφαρίδ' οὐκ ἐσώσατοAr.Ec.402
•frec. plu. pestañas Ar.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA 658a11, Plu.2.659c, Gal.12.434, 450.
2 párpado
βλεφαρίδων καμπυλότηςHp.Coac.214,
μύουσι γὰρ τῇ κάτω βλεφαρίδι πάντεςArist.HA 504a29.
II agr. bollón, yema que echa una planta
κρυμὸς γέγονε ... καὶ τὰς βλεφαρίδας τῶν ἀμπέλων ... ἀνέκοψενGr.Naz.Ep.57.1.