< βλεπτέον
βλεπτός >
βλεπτικός
,
-ή, -όν
de la vista
αἴσθησις
App.Anth
.3.158
•
contemplativo
τὸ ἐν ἡμῖν β. πνεῦμα
Hom.Clem
.17.7.3.