βλαψίφρων, -ον


1 de pers. de mente dañada τελέσαι τὰς περιθύμους κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος A.Th.725.

2 de cosas y abstr. que daña la mente, que hace enloquecer πόνοι CEG 103.7 (Ática V/IV a.C.), μανία CEG 656.2 (Sición IV a.C.), φάρμακα Euph.14, ἄτη Triph.411, λήθη Orph.H.77.3.