βλαυτίον, -ου, τό
• Alolema(s): βλαύτιος Sud.s.u. βάθρα
zapatilla o sandalia
τοῦ χωλοῦ ποδὸς τὸ β.Aristodemus en Ath.338a (= FHG 3.310), frec. plu.
τρόποις ... ὥσπερ βλαυτίοισι χρῶμαιAr.Eq.889,
ὁ σκίπων καὶ ταῦτα τὰ βλαυτία, πότνια Κύπρι, ἄγκειταιAP 6.293 (Leon.),
βλαυτία ... νοσούντων εἰσὶ φορήματαPhilostr.Ep.18, cf. Poll.10.49, Sud.l.c.