βλαστέω
• Morfología: [impf. †βλάστεσκε† S.Fr.546.3]
brotar, surgir, crecer
βλαστεῖ ... δένδρεαLyr.Adesp.114, cf. Thphr.CP 2.17.4, Eus.LC 13,
βλάστουσι ... λαμπάδες πεδάοροιA.Ch.589 (var., v. βλάπτω I 2), cf. S.l.c., en v. med. mismo sent.
τέμνεται βλαστουμένη ὀπώραS.Fr.255.7.