< βλαστοδρεπής
βλαστολογέω >
βλαστοκοπέω
tronchar retoños
en v. pas.
ὅταν ὑπὸ πνευμάτων βλαστοκοπηθῇ
Thphr.
HP
4.14.6,
CP
5.9.13.