βλαστικός, -ή, -όν
1 que está a punto de brotar
(φύλλον)Thphr.HP 3.12.8.
2 fértil
τόποιGp.9.9.3, cf. 4, 8.
3 vegetativo
op. ζωτικός: κίνησιςCorp.Herm.Fr.15.5.
(φύλλον)Thphr.HP 3.12.8.
τόποιGp.9.9.3, cf. 4, 8.
op. ζωτικός: κίνησιςCorp.Herm.Fr.15.5.