βλακεία, -ας, ἡ
1 molicie, relajación, poltronería
junto a πονηρίαX.Cyr.7.5.84,
β. καὶ ἀπονίαX.Cyr.2.2.25,
δειλία καὶ β.Plb.3.81.7, cf. Aristid.Or.7.21, Chrys.M.57.543, 58.542, Ast.Am.Hom.1.5.1, Vett.Val.386.15.
2 fatuidad, necedad, tontería
ἐξήμαρτον διὰ τὴν βλακείανPl.Euthd.287e,
β. καὶ ἀλαζονείαPlu.2.47d, cf. Phld.Mus.p.56K., Clem.Al.Paed.2.11.116,
σωφροσύνη καὶ β.Aristid.Or.2.432,
(βλακεία) τὸ μὴ δύνασθαι πένησι συγκαθέσασθαιChrys.M.62.304, cf. Hierocl.in CA 17.2, Origenes Io.10.27
•chochez
διὰ τὸ γῆραςEun.VS 479.