< Βισθάνης
Βισκαργίς >
βισίλεκτος
,
-ον
lat.
bis electus
,
dos veces elegido
στ[ρ]ατιώταις βισιλέκτοις
PMasp
.57.1.6, cf. 2.7, 58.1.15 (ambos VI d.C.).