βιστάκιον, -ου, τό


bot. alfóncigo, pistacho φέρει δὲ καὶ τὸ πέρσειον ἡ Ἀραβία καὶ ἡ Συρία καὶ τὸ καλουμένον β. Posidon.55a, cf. Sud., Anecd.Ludw.155.7.