< Βιγίς
Βίδα >
βιγλεύω
hacer guardia
συνέθεντο πρὸς τέσσαρας ὥρας βιγλεῦσαι
Hierocl.
Facet
.56b.
• Etimología:
Prést. del lat.
uigilāre
, cf. οὐίγιλες.