< βιαιοθανατέω
βιαιοκλώψ >
βιαιοθάνατος
,
-ον
destinado a una muerte violenta
frec. de suicidas, Vett.Val.63.26, 117.27, 119.1, Paul.Al.46.23, Dam.
in Phd
.243; cf. βιαθάνατος, βιοθάνατος.