< Βημάρχιος
βηματίζω >
βηματέω
poner el pie
,
entrar en
οὐδὲ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας εἴασεν (ὁ Κύριος) αὐτὸν (Μωσῆς) βηματῆσαι
Greg.
Disp
.M.86.769B.