βεστίον, -ου, τό
lat. uestis, ropa, vestido
ἀφορίσας οἶνον, κρέα καὶ βεστίαIo.Mal.M.97.484A, POxy.3860.25 (IV d.C.),
βεστία ἐποίει αὐτοῖςPLond.1708.213 (VI d.C.), cf. 1654.7 (IV d.C.), PStras.40.46 (VI d.C.).
ἀφορίσας οἶνον, κρέα καὶ βεστίαIo.Mal.M.97.484A, POxy.3860.25 (IV d.C.),
βεστία ἐποίει αὐτοῖςPLond.1708.213 (VI d.C.), cf. 1654.7 (IV d.C.), PStras.40.46 (VI d.C.).