< βερονικάριος
Βερονίκη >
βερονίκη
,
-ης, ἡ
verónica
ingrediente en recetas médicas, rel. lat. tard.
ueronix
,
sandáraca
,
resina olorosa
o igual a βερενικάριος q.u., Gal.14.508, 543, 580.