βερικόκκιον, -ου, τό
• Alolema(s): βρεκ- Dsc.1.115
bot.
1 albaricoque Artem.1.73, Gp.3.1.4.
2 albérchigo
περσικά μῆλα ... τὰ ... μικρότερα καλούμενα ... Ῥωμαιστί βρεκόκκιαDsc.l.c.
• Etimología: Palabra viajera, cf. lat. praecoquum.
περσικά μῆλα ... τὰ ... μικρότερα καλούμενα ... Ῥωμαιστί βρεκόκκιαDsc.l.c.