βερενίκιον, -ου, τό
1 cierta clase de nitro
τὸ νίτρον ... ὀνομαζόμενον β.Gal.12.903, cf. 13.568, cf. βερενικάριος.
2 bot. cierta planta Hsch.
• Etimología: Deriv. del n. de la reina Berenice.
τὸ νίτρον ... ὀνομαζόμενον β.Gal.12.903, cf. 13.568, cf. βερενικάριος.