βερεδάριος, -ου, ὁ
• Alolema(s): βεριδ- Hsch.s.u. οὐεριδάριος; οὐερεδ- POxy.3758.120 (IV d.C.)


lat. ueredarius, caballo de posta τῶν βερεδαρίων καλουμένων Procop.Aed.5.3.3
de ahí correo τί ἐστὶ ναύτης; ... θαλάσσιος β. Secund.Sent.15, cf. POxy.l.c., CPR 14.33.2, Rab.TJ Taa.4.68c.