< βελοβυθοθαμβοσεισμοφόνος
βελόκιον >
βελοθήκη
,
-ης, ἡ
1
carcaj
Al.
Ps
.10.2, Lib.
Descr
.30.9.
2
vaina
Hsch.s.u.
ξιφοθήκη
.
3
fig. de la Encarnación, Eus.
Is
.49.2,
β. τῆς ἀληθείας
Nil.M.79.144C.