< Βεζεθά
Βέζεκ >
βεζέκ
indecl.
relámpago
καὶ τὰ ζῶα ἔτρεχον καὶ ἀνέκαμπτον ὡς εἶδος τοῦ β.
LXX
Ez
.1.14 (cód., v. ap. crít. y Thd.
Ez
.1.14), cf. Hsch.
β
455.