βεβήλωσις, -εως, ἡ
profanación
ἐν παντὶ ἀκαθάρτῳ καὶ βεβηλώσειLXX 1Ma.1.48, cf. Iu.4.3,
ἑρμηνεύεται δὲ ὅρασις βεβηλώσεωςPh.1.523, cf. Meth.Symp.6.1
•c. gen. subjet.
αὐτοῦLXX Le.21.4
•c. gen. obj.
τοῦ σαββάτουEpiph.Const.Haer.19.5.
ἐν παντὶ ἀκαθάρτῳ καὶ βεβηλώσειLXX 1Ma.1.48, cf. Iu.4.3,
ἑρμηνεύεται δὲ ὅρασις βεβηλώσεωςPh.1.523, cf. Meth.Symp.6.1
αὐτοῦLXX Le.21.4
τοῦ σαββάτουEpiph.Const.Haer.19.5.