βεβλαμμένως
adv. sobre el part. perf. de βλάπτω con debilidad, deficientemente
εἰ δὲ β. ἐνεργοῦσι (αἰσθήσεις)Steph.in Hp.Progn.68.2,
β. ἔχεινSteph.in Hp.Progn.106.2.
εἰ δὲ β. ἐνεργοῦσι (αἰσθήσεις)Steph.in Hp.Progn.68.2,
β. ἔχεινSteph.in Hp.Progn.106.2.