βεβαιώτρια, -ας, ἡ
jur. mujer garante legal en una venta
προπωλήτρια καὶ β. τῶν κατὰ τὴν ὠνὴν ταύτην πάντωνPStras.88.29, cf. BGU 994.3.7, PGrenf.1.33.49, PLond.882.17 (todos II a.C.), PLips.2.9 (I a.C.).
προπωλήτρια καὶ β. τῶν κατὰ τὴν ὠνὴν ταύτην πάντωνPStras.88.29, cf. BGU 994.3.7, PGrenf.1.33.49, PLond.882.17 (todos II a.C.), PLips.2.9 (I a.C.).