βεβαιωτής, -οῦ, ὁ
• Alolema(s): βεβαιωτάς IG 92(1).754.5 (Anfisa I a.C.), IAE 36.9 (I d.C.)
1 adj. garante, que sirve de o que da garantía o seguridad de pers., c. gen.
βεβαιωτὴν δὲ τοῦ μόνιμον αὐτὴν ἐπὶ ποσὸν γενέσθαι ΛυκόρτανPlb.2.40.2,
ἀμφισβητουμένωνPlb.4.40.3,
τῆς πίστεωςPlu.Flam.4,
τῆς δὲ πατρίου (ἱστορίας) β. ... νομισθείςconsiderado una autoridad en la historia de su país D.H.1.28,
τοῦ μέλλοντος λέγεσθαιD.H.3.67
•de abstr.
τ[ο]ύτους (λόγους) βεβαιωτὰς αὐτοῦ παρισ[τάν]ουσινpresentan estos (argumentos) como confirmaciones o garantías de éste Phld.Sign.29.30.
2 subst. garante legal
ἵνα ... παραδόντες τοῖς βεβαιωταῖς τὸν περὶ τῆς βεβαιώσεως λόγον συνστήσωνταιUPZ 162.6.10 (II a.C.), cf. PGrenf.2.33.4 (II a.C.),
καθέστακε δὲ βεβαιωτὰν [κατὰ τὸν] ν[όμ]ον ΝίκιππονIG l.c.,
ὧν ἁπάντων ἐναργέστατος ἦν βεβαιωτὰς αὐτόςIAE l.c.,
προπωλητὴς καὶ β. τῶν κατὰ τὴν ὠνὴν ταύτην πάντωνPPar.17.14 (II d.C.), cf. PLips.1.10 (II a.C.), SB 8007.3 (IV d.C.), PAbinn.251.11 (IV d.C.).