< βδέλλον
βδέλυγμα >
βδέλος
,
-ου, ὁ
humo
de la mecha de la lucerna
op. καπνός, ἄτμος, αἰθάλη
Sch.A.
Th
.494b.
• Etimología:
V. βδελυρός.