βδελύσσομαι
• Alolema(s): át. -ττομαι, act. -ττω Hp. en Erot.29.7, LXX Ex.5.21, Le.20.25


I tr.

1 sentir repugnancia o aversión hacia la comida πάμπαν Hp.Mul.1.39, cf. Remed.83, l.c., πᾶν βρῶμα LXX Ps.106.18, σαρκοφαγίαν LXX 4Ma.5.8, cf. Ael.NA 14.4
hacia pers. τοιοῦτον ἄνδρα Ar.Eq.1288, cf. 1157, Au.126, 1501, τὰς γυναῖκας Ar.Lys.794, cf. Aristaenet.2.20.32, τὸν Ἡρακλείδην Plb.33.18.10, cf. LXX Le.20.23, Ἰουδαίους CPJ 141.9 (I a.C.)
hacia cosas, lugares o abstr. Πεισάνδρου ... τοὺς λόφους Ar.Pax 395, cf. Ach.586, ταῦτα Ar.Ach.599, τὸν Λέπρεον Ar.Au.151, ἀδικίαν LXX Ps.118.163, τὸ σημεῖον Plu.Alex.57, τὴν προσευχὴν αὐτοῦ LXX Pr.28.9, λόγον ὅσιον LXX Am.5.10, cf. I.BI 6.172, ὕβριν LXX Am.6.8, τὰ εἴδωλα Ep.Rom.2.22, τὰς πορφυρίδας I.AI 14.45, τὸ παρακολουθοῦν μῦσος ταῖς τικτούσαις Pall.H.Laus.68.3
esp. en rel. c. olores βδελυχθεὶς ὀσφρόμενος asqueado por haber olido (sc. pescado), Ar.V.792, αἰλούρους πάντα ὅσα δυσώδη ἐστὶ ... βδελύττεσθαι Ael.NA 6.27, βδελύττεσθαι μῦρον Ael.NA 1.38
en v. act. mismo sent. ἐβδελύξατε τὴν ὀσμὴν ἡμῶν LXX Ex.l.c., οὐ βδελύξετε τὰς ψυχὰς ὑμῶν LXX Le.l.c., τὴν ... μεγαλαυχίαν PLond.1927.34 (IV d.C.).

2 abs. sentirse asqueado διὰ τοῦτ' εὐθὺς ἐβδελύττετο Ar.Pl.700, cf. Hp.Mul.1.41, Iul.Or.7.210d.

II defecar Hsch. (pero quizá por βδέννυσθαι).
• Etimología: V. βδελυρός.