< βδελυκτέος
βδελύκτροπος >
βδελυκτός
,
-ή, -όν
repugnante
,
abominable
de los que ofenden a Dios
, LXX
Pr
.17.15, 2
Ma
.1.27,
Ep.Tit
.1.16, Ph.2.261,
de la herejía
πᾶν σχῖσμα βδελυκτόν ἦν ἡμῖν
1
Ep.Clem
.2.6, cf. 30.1.