βαΐον, -ου, τό
• Alolema(s): βάϊον Eu.Io.12.13
I
εἰσῆλθον ... μετὰ αἰνέσεως καὶ βαΐωνLXX 1Ma.13.51,
ἔλαβον τὰ βάϊα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷEu.Io.l.c., cf. Pall.H.Laus.33.1,
χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλωμεν αὐτούςGp.10.6.2,
τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος βαΐον ὀνομάζειSch.D.T.447.27, cf. Hsch.s.u. βαΐς.
2 medic. cierto ungüento descrito en Paul.Aeg.7.18.8.
II vara de medir
δικαίῳ βαΐῳ ἑξαπή[χειPFlor.37.3 (V/VI d.C.), cf. BGU 1094.12 (VI d.C.).