βαίτη, -ης, ἡ
• Alolema(s): dór. βαίτα Sophr.46, Theoc.3.25, 5.15
1 zalea, pelliza rústica
συρράπτοντες κατά περ βαίταςHdt.4.64,
τὰν βαίταν ἀποδύςTheoc.3.25, cf. 5.15,
τὴν βαίτην θάλπουσαν εὖ δεῖ ... ῥάπτεινHerod.7.128,
βαίτη ... ἐκ δερμάτων αἰγείωνSch.Ar.Ra.1459, cf. Sch.Ar.V.1138, Gloss.3.370, Hsch.
2 tienda o cobijo hecho de pieles S.Fr.1031, Hsch.
•gener. refugio
βαίτης εὔχρηστος ἀπόλαυσιςIG 5(2).268.48 (Mantinea I a./d.C.),
ὑπὲρ τῆς καύσεως τῆς βαίτης ... καύσαντα τὴν βαίτηνIM 179.12, 15 (I a./d.C.), cf. SEG 26.1652.5 (Siria II d.C.), Hdn.Sol.p.307.10.