< Βαῖος
βαιοφορέω >
βαίουλος
,
-ου, ὁ
1
preceptor
Sch.S.
Ai
.551.
2
cargador
βαιούλου ψόφος ἔν <θ'>
en un sepulcro
IPrusias
72.11 (II d.C.), cf. Hsch.s.u.
οἰσύλος
.