< βαυρία
Βαῦστα >
βαυριόθεν
• Alolema(s):
βυριό-
Hsch.
desde la morada
ἠγερέθοντο β. ... Γοργοφόνου νέποδες
Cleo Sic.
SHell
.340, cf. Hsch.l.c.