< βαυκισμός
βαυκός >
βαυκοπανοῦργος
,
-ου, ὁ
hipócrita
,
remilgado
οἱ δὲ τὰ μικρὰ καὶ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται
Arist.
EN
1127
b
27.