βατταρισμός, -οῦ, ὁ


1 balbuceo, tartamudeo αὐτῷ τῷ βατταρισμῷ πείθον[τες τοὺς] δικαστάς Phld.Rh.2.136.

2 charlatanería Hsch.

3 gorjeo τῆς χελιδόνος Eust.1914.32.