βασίδιον, -ου, τό
pequeña base, soporte
σὺν τοῖς ὑπὸ τοὺς πόδας βασιδίοις χαλκοῖςID 1417B.1.136 (II a.C.),
ὀξόβαφα (l. ὀξύ-) ... σὺν ὠτίοις καὶ βασειδίοις (sic) πυθμέσιBGU 781.3.6 (I d.C.),
βασίδιον δακτύλιονpequeño soporte circular para candelabros, vasijas, etc., SB 9238.20 (III d.C.).