βασμιαῖος, -α, -ον


1 de sillar λίθοι ... βασμιαῖοι δύο dos sillares, Didyma 35.15 (II a.C.).

2 subst. τὸ β. base de piedra cuadrada y plana ἔθηκαν ... [βα]σμιαῖον Καλλικράτου Didyma 27B.73, cf. 76 (III a.C.).