βασκάνιον, -ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 amuleto
πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος β. ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέωςAr.Fr.607,
κογχία ἀντὶ βασκανίωνconchas a modo de amuletos Str.16.4.17, cf. Phryn.PS 53.
2 plu. influjos malignos
ἈίδεωEpigr.Gr.381.3 (Ezanos III d.C.).