βασκοσύνη, -ης, ἡ
mal de ojo, embrujamiento, hechizo
προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν ἄκοςPoet.de herb.51, cf. 132,
διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσηςPMag.8.34, cf. SB 6584.4 (IV/V d.C.), Suppl.Mag.31.4, Hippiatr.Paris.979.