< βασκαντήρ
βασκαρίζειν· >
βασκαντικός
,
-ή, -όν
1
malicioso
τὴν φθονητικὴν καὶ βασκαντικὴν ... ἕξιν
Plu.2.682d.
2
subst. ἡ β.
la malicia
Aristo Phil.14.9.19.