< Βασιλίσκος
βασίλισσα >
βασιλισμός
,
-οῦ, ὁ
basilismo
,
fervor por Basilio
de Cesarea
βασιλισμὸν ἡμῖν, ὡς φιλιππισμόν, ἐγκαλέσας
Gr.Naz.
Ep
.50.5.