βασανιστήριος, -α, -ον
I de tortura
ὄργαναI.BI 2.152.
II subst. τὸ β.
1 cámara de tortura
ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β.Theopomp.Com.63,
ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίωνPolyaen.8.62 (cód.),
τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτοςThem.Or.13.175c,
τὸ σῶμα β. ψυχῆςMeth.Res.1.57
•instrumento de tortura, tormento
πικρὸν β. ὁ ταῦροςPhalar.Ep.115, cf. 82, más frec. en plu.
καινότερα βασανιστήριαAristid.Mil.9, cf. LXX 4Ma.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.
2 medios de comprobación
ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήριαThem.Or.21.247b, cf. 248a.