βασανιστικός, -ή, -όν


1 de pers. torturador ἡγεμόνες βίαιοι βασανιστικοί Vett.Val.75.2.

2 de cosas propio para torturar ξύλον βασανιστικὸν κολαστήριον Hsch.s.u. κυφόν, ὄργανον Phot.s.u. κλιμακίζειν, EM 769.12G., AB 306.