< βᾰρύλογος
βᾰρῠμάνιος >
βαρύλυπος
hundido de dolor
compar.
οἱ βαρυλυπότατοι ... πραότατοι γίγνονται πολλάκις ὑπὸ τοῦ χρόνου
Plu.2.114f.