< βαρύχρους
βᾰρύψῡχος >
βαρυχυμία
,
-ας, ἡ
secreción abundante de humores
ἀπὸ ... τινος βαρυχυμίας δι' ἀκροχορδόνων
Gr.Nyss.
Eun
.2.571.