< βαρυηκοέω
βαρυήκοος >
βαρυηκοΐη
,
-ης, ἡ
dureza de oído
,
sordera
Hp.
Aph
.3.17, 31, Gal.12.533, 14.545, 778, Seuer.
Clyst
.p.18.